- φρυγανωδῶν
- φρυγανώδηςofmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
ανάκαμπτος ή ανακάμψερος — (anacampseros).Γένος ποωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των πορτουλακιδών, ιθαγενών της νότιας Αφρικής. Είναι ανθεκτικά στην ξηρασία φυτά και ευδοκιμούν σε αμμώδη εδάφη. Έχουν ωοειδή, σαρκώδη φύλλα και τα άνθη τους σχηματίζουν ταξιανθίες.… … Dictionary of Greek
αουβριετία — (aubrietia). Γένος πολυετών, αειφύλλων, φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών. Τα φυτά αυτά είναι ιθαγενή των περιοχών της ανατολικής Μεσογείου. Όλα τα είδη καλύπτονται από τρίχες και οι βλαστοί τους δεν είναι όρθιοι, αλλά ακουμπούν στο … Dictionary of Greek
βαλανίτης — (balanites). Γένος θαμνωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των ζυγοφυλλιδών, ιθαγενών των τροπικών περιοχών της Αφρικής και της Ασίας. Στο γένος ανήκουν περίπου 20 πολυετή και αείφυλλα φυτά, που έχουν πτεροειδή, επαλλάσσοντα φύλλα και άνθη με … Dictionary of Greek
κενταύριο — (Centaurium). Γένος ποωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, τα περισσότερα από τα οποία είναι άγρια· ελάχιστα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί περίπου 70 είδη … Dictionary of Greek